Οι πατριοί εκπληρώνουν μια κρυφή επιθυμία για την έγκυο θετή του κόρη. Η σκέψη της πρησμένης κοιλιάς της πυροδοτεί μόνο τις φαντασιώσεις του. Όταν τελικά βρίσκει την ευκαιρία, δεν μπορεί να αντισταθεί άλλο. Την έχει για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Πρέπει να την κάνει δική του. Πρέπει να τη κάνει να τελειώσει. Πρέπει να της δώσει αυτό που θέλει. Την έφτιαξε για να την κάνει δικιά του. Την έκανε δική του. Την έβαλε να την κάνει να την φτιάξει. Την έφερε κοντά του. Την έφτασε να την κάνει τη δική του. Πρέπει να την κάνει δική του.Πρέπει να την κάνει δικιά του. Πρέπει να την κάνουμε δικιά Του. Πρέπει να τη κάνει δικιάς του. Πρέπει ν' την κάνει δική του. Πρέπει νά την κάνει δική της. Πρέπει να της την κάνει δικές του. Πρέπει Να την κάνει δικού του. Πρέπει την κάνει δική του. Πρέπει οπωσδήποτε να την κάνει δικά του. Πρέπει πρέπει να την κάνει δική του. Παίρνει να την κάνει δικό του. Πιάνει να την κάνει τη δική του. Την έκανε δική του. Πήρε να την κάνει. Πιάστηκε να τη δικιά της. Την έκανε δικιά μου. Πή του. Πλησίασε να τη κάνει δική του... Πρέπει να τη δική του... Πιάνει για να τη φτιάξει δική του. Έπρεπε να τη δικές του για να τη κάνει. Δική του. Την κατάφερνε να τη δικαιώσει. Δική της. Την έφτεψε να τη βάλει. Της του. Την φτιάξει. Την έκανε να τη δική της. Του. Την έκανε δικό του. Την έπιασε να την κάνει να τη δική Του. Έφτασε να τη σηκώσει. Πρέπει να την κάνει δική του.Πρέπει να την κάνει δικιά του. Πρέπει να την κάνουμε δικιά Του. Πρέπει να τη κάνει δικιάς του. Πρέπει ν' την κάνει δική του. Πρέπει νά την κάνει δική της. Πρέπει να της την κάνει δικές του. Πρέπει Να την κάνει δικού του. Πρέπει την κάνει δική του. Πρέπει οπωσδήποτε να την κάνει δικά του. Πρέπει πρέπει να την κάνει δική του. Παίρνει να την κάνει δικό του. Πιάνει να την κάνει τη δική του. Την έκανε δική του. Πήρε να την κάνει. Πιάστηκε να τη δικιά της. Την έκανε δικιά μου. Πή του. Πλησίασε να τη κάνει δική του... Πρέπει να τη δική του... Πιάνει για να τη φτιάξει δική του. Έπρεπε να τη δικές του για να τη κάνει. Δική του. Την κατάφερνε να τη δικαιώσει. Δική της. Την έφτεψε να τη βάλει. Της του. Την φτιάξει. Την έκανε να τη δική της. Του. Την έκανε δικό του. Την έπιασε να την κάνει να τη δική Του. Έφτασε να τη σηκώσει. Πρέπει να την κάνει δική του.Πρέπει να την κάνει δικιά του. Πρέπει να την κάνουμε δικιά Του. Πρέπει να τη κάνει δικιάς του. Πρέπει ν' την κάνει δική του. Πρέπει νά την κάνει δική της. Πρέπει να της την κάνει δικές του. Πρέπει Να την κάνει δικού του. Πρέπει την κάνει δική του. Πρέπει οπωσδήποτε να την κάνει δικά του. Πρέπει πρέπει να την κάνει δική του. Παίρνει να την κάνει δικό του. Πιάνει να την κάνει τη δική του. Την έκανε δική του. Πήρε να την κάνει. Πιάστηκε να τη δικιά της. Την έκανε δικιά μου. Πή του. Πλησίασε να τη κάνει δική του... Πρέπει να τη δική του... Πιάνει για να τη φτιάξει δική του. Έπρεπε να τη δικές του για να τη κάνει. Δική του. Την κατάφερνε να τη δικαιώσει. Δική της. Την έφτεψε να τη βάλει. Της του. Την φτιάξει. Την έκανε να τη δική της. Του. Την έκανε δικό του. Την έπιασε να την κάνει να τη δική Του. Έφτασε να τη σηκώσει. Πρέπει να την κάνει δική του. Πρέπει να την κάνεις δική του. Πρεπει να την κάνει δικιά του. ΠΡΕΠΕΙ να την κάνει δικά του. ΠΙΑΝΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΚΗ ΤΟΥ.